χήνειος

χήνειος
α и ος , ον , χηνήσι||ος, α, ο гусиный;

χήνειον κρέας — гусятина;

χήνειον δέρμα — гусиная кожа


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "χήνειος" в других словарях:

  • χήνειος — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήνειος — α, ο / χήνειος, εία, ον, ΝΜΑ, και χήνιος, ία, ον, Μ, και ιων. τ. χήνεος, έα, ον, Α [χήν / χήνα] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χήνα, χηνήσιος νεοελλ. φρ. «χήνειο δέρμα» ιατρ. χαρακτηρισμός δέρματος που παρουσιάζει, σε ορισμένες περιπτώσεις,… …   Dictionary of Greek

  • χηνείων — χήνειος of fem gen pl χήνειος of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνέων — χήνειος of fem gen pl (ionic) χήνειος of masc/neut gen pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήνειον — χήνειος of masc acc sg χήνειος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνείοις — χήνειος of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνείου — χήνειος of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνείῳ — χήνειος of masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήνεια — χήνειος of neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χήνει' — χήνεια , χήνειος of neut nom/voc/acc pl χήνειε , χήνειος of masc voc sg χήνειαι , χήνειος of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χηνεία — χηνείᾱ , χήνειος of fem nom/voc/acc dual χηνείᾱ , χήνειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»